- ἐκσμήχειν
- ἐκ-σμήχωwipe offpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσμήχω — ἐκσμήχω (Α) σφουγγίζω, βλ. εκσμάω («καλὸν δὲ και τὸ ἀγγεῑον ἐκσμήχειν τῆς ψυχῆς», Ιω. Χρυσ.) … Dictionary of Greek